http://iqbeaute.com/trarchive/november-2016/#page=100-101
Βρεθήκαμε στην έκθεση του εικαστικού Βασίλη Γαρυφαλλάκη και είδαμε πώς μιά “Αναγέννηση” μπορεί να κλέψει τις εντυπώσεις.
O Βασίλης Γαρυφαλλάκης σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στον οικονομικό κλάδο για πολλά χρόνια. Με τα εικαστικά ασχολείται από το 2010. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα γλυπτικής και νωπογραφίας στο Leonardo da Vinci Art School στη Φλωρεντία. Τον συνάντησα στην γκαλερί Αργώ στο Κολωνάκι, στη δεύτερη ατομική του έκθεση που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα.
– Πώς προέκυψε η ενασχόληση με την τέχνη;
Την πρώτη σκέψη να ασχοληθώ με τη ζωγραφική ως χόμπι την έκανα το 2010, όταν επισκέφθηκα έναν σχετικό υπαίθριο διαγωνισμό τελειοφοίτων και αποφοίτων της Σχoλής Καλών Τεχνών. Εκείνη την ημέρα, αφού παρακολούθησα δημιουργούς επί το έργον, γύρισα σπίτι μου με ένα καβαλέτο, δύο τελάρα, πέντε χρώματα και δύο πινέλα… Έτσι απλά άρχισαν όλα.
Οι εργασιακές μου υποχρεώσεις τότε δεν μου επέτρεπαν να παρακολουθήσω μαθήματα ζωγραφικής, οπότε αρχικά επέλεξα να συνεχίσω αυτοδίδακτος, έτσι απλά για χαλάρωση.
Η μαγεία όμως αυτής της τέχνης και της ανακάλυψης άγνωστων εικαστικών μονοπατιών μετέτρεψε το χόμπι σε πάθος, απαραίτητο πλέον στην καθημερινότητά μου. Τον Μάρτιο του 2014 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μου ατομική έκθεση από την γκαλερί Αργώ στο Κολωνάκι με γενικό τίτλο Θαλασσοπαιδιές – Thalassopédies. Στα τέλη του ίδιου
χρόνου είχα πάρει πλέον την απόφαση να ασχοληθώ μόνο με τα εικαστικά. Στις αρχές του 2015 παρακολούθησα μαθήματα γλυπτικής και νωπογραφίας στη Φλωρεντία προετοιμάζοντας παράλληλα τη δεύτερη ατομική μου έκθεση.
– Η δεύτερη ατομική σας έκθεση τιτλοφορείται V Chants – Early music on canvas+. Τι αντιπροσωπεύει αυτός ο τίτλος;
Το πρώτο σκέλος, V Chants, αναφέρεται σε πέντε ψαλμούς, όσα και τα «είδη» των έργων. Δηλαδή, ασπρόμαυρα,
έγχρωμα –και σε μίξεις υλικών όπως μέταλλο, βελούδο, τάματα–, abstractions, γλυπτά και νωπογραφίες.
Το δεύτερο σκέλος, Early music on canvas+, αφορά στην έμπνευσή μου. Αυτή ήταν τόσο τα ακούσματα της Παλαιάς μουσικής όσο και τα έργα δημιουργών, ιδιαίτερα αυτών των περιόδων, Μεσαίωνα, Αναγέννησης, Μπαρόκ τα οποία παραφράζω.
Η Παλαιά μουσική, όντας και θρησκευτική σε κάποια είδη της, με έκανε να επιλέξω και τον όρο «chants»
(ψαλμοί). Οι μουσικές αυτές, στα δικά μου αυτιά, φανερώνονται στα δίπολα ασπρόμαυρο-πολύχρωμο, θλιβερό-χαρούμενο αλλά και στους συνδυασμούς τους. Οι πιο μαγικές τους στιγμές είναι αυτές που το ασπρόμαυρο φαντάζει χαρούμενο και το πολύχρωμο θλιβερό. Μια παράξενη σύμπνοια που με συναρπάζει.
Τόσο λοιπόν πάνω στον καμβά, όσο και στα άλλα υλικά εξέφρασα τα συναισθήματά μου με εικόνα-ύλη, ακούγοντας κατά τη διάρκεια της δημιουργίας μόνο αυτές.
– Ποια τεχνοτροπία σάς συναρπάζει περισσότερο;
Μια τεχνοτροπία δεν αποτελεί για μένα στροφή στον παράδρομο της λεωφόρου μιας άλλης, κεντρικής τεχνοτροπίας. Η μόνη λεωφόρος για μένα είναι η τέχνη στο σύνολό της και χωρίς καμία διάκριση.
– Βρέθηκα στην έκθεσή σας τη βραδιά της παλαιάς μουσικής που διοργανώσατε στον κήπο της γκαλερί Αργώ και ομολογώ ότι μαγεύτηκα… Τόσοι καλλιτέχνες σε ένα τόσο ιδιαίτερο σκηνικό!
Πράγματι, ήταν μια πολύ όμορφη βραδιά, με τη συμμετοχή διακεκριμένων συντελεστών, όπως οι Δημήτρης Κούντουρας (πνευστά), Θεοδώρα Μπάκα, Φανή Αντωνέλου, Ρωξάνη Παπαδημητρίου (τραγούδι), Αντιγόνη
Νάκα (ηθοποιός), Constance Puyt (ένδυμα – αξεσουάρ), Κωνσταντίνος Οικονόμου (κινηματογράφηση), Νάγια Κουτρουμάνη (συγγραφέας), και σε δική μου «σκηνοθετική» ιδέα.
– Τώρα που η έκθεση έχει ολοκληρωθεί, τι ακολουθεί;
Η ιδέα της επόμενης ενότητας υφίσταται στο μυαλό μου, με μικρές εκκρεμείς λεπτομέρειες. Ήδη βρίσκομαι στα χνάρια δημιουργίας του πρώτου έργου.
– Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η Ελλάδα του σήμερα για έναν εικαστικό;
Η Ελλάδα είχε και συνεχίζει να έχει εξαιρετικό δυναμικό εικαστικών, οι οποίοι, παρόλες τις γνωστές δυσκολίες της εποχής, δημιουργούν με όλο και περισσότερο πάθος και ευρηματικότητα. Από οικονομικής πλευράς, η δυσχέρεια δε θα μπορούσε να αφήσει τους εικαστικούς ανέπαφους. Η μόνη προσωπική μου επιλογή είναι να παραμείνω αισιόδοξος και να συνεχίσω να δημιουργώ.
Με την ευκαιρία θα ήθελα να ευχαριστήσω τη θεωρητικό-κριτικό τέχνης Δόμνα Χανουμίδου (κείμενο ανάλυσης), την Αλέξια Σερέζη της γκαλερί ΑΡΓΩ (επιμέλεια) και την Specs ‘n’ arts (υποστήριξη επικοινωνίας) για τη συμπόρευση και το εξαιρετικό αποτέλεσμα.