Ομαδική έκθεση
Αποστόλης Ιτσκούδης / Βασίλης Γαρυφαλλάκης / Νίκος Κιτμερίδης
27 έργα ( 9 ανά εικαστικό )
Γκαλερί Genesis – Κολωνάκι, Αθήνα
Μάρτιος 2020
Επιμελητικό κείμενο : Ίρις Κρητικού
Καλλιτεχνική Δ/νση : Γιώργος Τζάνερης
Μια ζωγραφική για την παλλόμενη καρδιά του σκότους
“Our mind is the canvas on which the artists lay their colour; their pigments are our emotions; their chiaroscuro the light of joy, the shadow of sadness. The masterpiece is of ourselves, as we are of the masterpiece.”
Kakuzō Okakura, The Book of Tea (1906)
“The amount of chiaroscuro an idea harbors is the only index of its profundity”
Emil Cioran
Ιχνογραφώντας με οξυδερκή ενδελέχεια μια πρωτότυπη εικονοποιητική περιπέτεια, τις εκλεκτικές ιστορικές, εννοιολογικές, αισθητικές και αισθαντικές συγγένειες της οποίας μοιράζονται ουσιαστικά, ο Βασίλης Γαρυφαλλάκης, ο Αποστόλης Ιτσκούδης και ο Νίκος Κιτμερίδης, στενοί φίλοι και συνοδοιπόροι στην διηνεκή τους καλλιτεχνική αναζήτηση, παρουσιάζουν το «δικό τους» αγαπητό μέσο, το ιδιοχρησιακό εκείνο και ιδιοσυγκρασιακό chiaroscuro που διατρέχει τις τρέχουσες ενότητες της δουλειάς τους.
Αντλώντας με προσηλωμένη ελευθερία και κατακτημένη γνώση από τον συναρπαστικό άτλαντα της ιστορίας της τέχνης, οι τρεις ζωγράφοι βουτούν με διάθεση γενναιόφρονα και αποτέλεσμα ευφρόσυνο στις σκοτεινές κοιλάδες και τους φωτεινούς λόφους της Ιταλικής Αναγέννησης και του μεγαλειώδους Μπαρόκ, στις θνήσκουσες σκιές, στα αναστάσιμα φώτα και τα δραματικά κοντράστ της ανεξίτηλης εικονοποιητικής και σωματοποιημένης πλαστικής μνήμης του Leonardo και του Vermeer, του Hugo van der Goes και του Rembrandt, του Caravaggio και της Artemisia Gentileschi, του de La Tour και του Goya.
Κουβεντιάζοντας μαζί τους με αφορμή το κοινό ετούτο πνευματικό και οπτικό τους άθυρμα, επιστρέφω – όπως κι εκείνοι – στην αρχαία ελληνική τέχνη της σκιαγραφίας, στη μαγική επινόηση του Αθηναίου ζωγράφου του 5ου π.Χ. αιώνα Απολλόδωρου και στο ανεξίτηλο πάθος των σκηνών του κυνηγιού των ελαφιών που σώζονται στα ελαφρώς μεταγενέστερα ψηφιδωτά της Πέλλας. Στη δαντελωτή οπτική εναλλαγή φωτός και σκιάς της βυζαντινής επιτοίχιας σχηματοποίησης του κόσμου και στην επίπονη γεωμετρία των δυτικών μεσαιωνικών χειρογράφων που υπαινίσσονται την απεικόνιση ενός σύμπαντος ένθεου και μεταφυσικού, οδηγώντας μας με προαναγγελθείσα ακρίβεια στις ξυλογραφίες του Mantegna, του Cranach και από εκεί στη διηνεκή αναζήτηση του τρισδιάστατου όγκου, στη λουσμένη από το φως του κεριού, της πυροστιάς ή του σιωπηλού φεγγαριού νυχτερινή όψη του κόσμου – στη μονάκριβη κληρονομιά του Raphael, του Michelangelo, του Donatello και του Caravaggio ξανά και ξανά. Κι ύστερα οι κουβέντες μας μάς φέρνουν αναπόφευκτα στο κατώφλι μιας νέας γης: στην αρχετυπική δυναμική του chiaroscuro των γιαπωνέζικων cartes postales του περασμένου αιώνα που αναδίδουν την απλότητα, την ευγένεια και την ιαπωνική αισθητική και στα ίχνη του λόγιου Okakura Kakuzō και της παραδοσιακής ιαπωνικής ζωγραφικής Nihonga. Κι ακόμη, στις αισθητικές αναζητήσεις της μαυρόασπρης φωτογραφίας των απαρχών της εφεύρεσής της ή στην αναζήτηση του «ρεμπραντικού φωτός» και στην μεταγενέστερη οπτική ποιητική του Koudelka ή της Leibovitz, αλλά και στην αξεπέραστη μυθολογία της κινηματογραφικής Εδέμ και των αλλεπάλληλων χροιών σε έργα όπως το Εργαστήριο του Dr. Caligari, το Nosferatu ή το Metropolis, των δραματικών chiaroscuro του Eisenstein και των ρεαλιστικών του Bergman ή στις ένθεες σκηνές της Θυσίας του Tarkovsky και στις ιδιοφυείς επινοήσεις του Kubrick και του Barry Lyndon του. Στις αυτοαναφορικές παιδικές μνήμες μιας σκοτεινής μυστηριακής κάμαρας ή μια αιωρούμενης φωτεινής εστίας. Στην αβίαστη κληρονομιά της εξακολουθητικής εκείνης κοιτίδας που θα συνεχίσει να σώζει την ψυχή και να αγλαΐζει το βλέμμα μας.
Ίρις Κρητικού
Μάρτιος 2020
* Ο ακαδημαϊκός Okakura Kakuzō (1862 –1913)συντέλεσε σημαντικά στην διαφύλαξη της παράδοσης και την εξέλιξη της τεχνών στην Ιαπωνία. Γεννημένος στη Yokohama έμαθε αγγλικά σε ιεραποστολικό σχολείο, ενώ σπούδασε στο αυτοκρατορικό πανεπιστήμιο του Τόκυο. Το 1887 υπήρξε ένας από τους βασικούς ιδρυτές και μετέπειτα πρύτανης του Tokyo School of Fine Arts, καθώς και συνιδρυτής του Japan Art Institute. Το 1904 έφυγε για την Αμερική μετά από πρόσκληση του William Sturgis Bigelow και το 1910 ανέλαβε τη διεύθυνση του Ασιατικού τμήματος του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστόνης. Τα βιβλία του, γραμμένα στα αγγλικά, εστιάζουν στη σημασία του μοντέρνου κόσμου της ασιατικής κουλτούρας και στην ισότιμη επιρροή της στην παγκόσμια τέχνη, πέραν εκείνης του Δυτικού πολιτισμού. Στο περίφημο Βιβλίο του Τσαγιού σημειώνει: «ο Τεϊσμός ενσαρκώνει την αγνότητα και την αρμονία, το μυστήριο της αμοιβαίας ευσπλαχνίας, τον ρομαντισμό της κοινωνικής ιεραρχίας. Πρόκειται κατ’ουσίαν για τη λατρεία του Ατελούς, καθώς είναι μια τρυφερή απόπειρα να επιτευχθεί κάτι το δυνατό σε αυτό το αδύνατο πράγμα που γνωρίζουμε ως ζωή».